- εύμνοστος
- -η, -ο και έμνοστος, -η, -ο (Μ εὔμνοστος, -ον και ἔμνοστος, -ον και ἔμνοστος, -η, -ον)1. νόστιμος, ωραίος, χαριτωμένος, ελκυστικός2. (για φρούτα) εύγευστος, νόστιμοςμσν.το ουδ. ως ουσ. τo εὔμνοστονη ευμνοστία, η ωραιότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. έμνοστος < εύνοστος* (πρβλ. λάμνω < ελαύνω)ο τ. εύμνοστος πιθ. από συμφυρμό τών εύνοστος + έμνοστος].
Dictionary of Greek. 2013.